Ο φαντάρος. Μετά την κούραση όλης της ημέρας με τις ασκήσεις και τις πορείες
είχε έρθει και ο ελεύθερος χρόνος.
Καθισμένοι όλοι μαζί στο καψιμί γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον
άλλο έφευγε η μέρα και ερχόταν το βραδυ με τα σκοτάδια του και τη μελαγχολία
του
Τίποτα δεν είχε στη ζωή του ήταν μόνος του δεν είχε ούτε ένα γράμμα να
περιμένει από την κοπέλα του, είχαν χωρίσει τρεις μήνες αφού
παρουσιάστηκε να υπηρετήσει την μαμά πατρίδα
Δέκα μήνες φαντάρος και ένιωθε την απουσία του σεξ από τη ζωή του πολύ έντονα ήθελε απελπισμένα να κάνει έρωτα. Που όμως να κάνει όταν ήταν
μακρυά από τα μέρει του από τους φίλους του από τις γνωριμίες του, εκεί που
υπηρετούσε μόνο βουνά και λαγκάδια υπήρχαν άντε και καμιά γριά πουτάνα
στο χωριό.
Όμως ήθελε απελπιστικά να βρεθεί στα μονοπάτια του Έρωτα να νιώσει λίγο
καλύτερα. Άδεια δεν μπορούσε να πάρει αλλα θα έπαιρνε το ρίσκο να ζητήσει άδεια και αν αποτύχαινε τουλάχιστον θα είχε προσπαθήσει.
Η ώρα είχε περάσει η νύχτα είχε μπει για τα καλά οι πολλές σκέψεις τον είχαν
νυστάξει αποφάσισε να πάει στο θάλαμο για ύπνο και πρωί πρωί να έβγαινε στην
αναφορά του λόχου και να ζητήσει λίγη άδεια από την κανονική του, έπεσε στο
κρεβάτι του και όλη τη νύχτα στριφογύριζε σαν το χέλι έξω από το νερό, τελικά
τον πήρε ο ύπνος κοντά στις πέντε το πρωί σε μιση ώρα θα σήμανε εγερτήριο.
Σηκώθηκε πλύθηκε έφτιαξε το κρεβάτι του φάκελο και είχε αποφασίσει να βγει στην αναφορά του λόχου για άδεια. Και ναι ο τι χαρά ο λοχαγός ήταν στα
καλύτερα του και του έδωσε άδεια επτά μέρες, από τώρα ονειρευόταν νύχτες
μαγικές και ονειρεμένες νύχτες γεμάτες έρωτα και αγάπη.
H πρώτη του δουλειά και τρέχοντας μάλιστα ήταν να φτιάξει τα πράματα του και
αμέσως στο αεροδρόμιο που απείχε περίπου πενήντα χιλιόμετρα από εκεί που ήταν
το στρατόπεδο, ήξερε ότι δε θα έβρισκε εισιτήριο αλλα δεν είχε να χάσει και τίποτα,
αν δεν έβρισκε θα έπαιρνε το τρένο και μια χαρά όλα.
συνεχιζεται
είχε έρθει και ο ελεύθερος χρόνος.
Καθισμένοι όλοι μαζί στο καψιμί γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον
άλλο έφευγε η μέρα και ερχόταν το βραδυ με τα σκοτάδια του και τη μελαγχολία
του
Τίποτα δεν είχε στη ζωή του ήταν μόνος του δεν είχε ούτε ένα γράμμα να
περιμένει από την κοπέλα του, είχαν χωρίσει τρεις μήνες αφού
παρουσιάστηκε να υπηρετήσει την μαμά πατρίδα
Δέκα μήνες φαντάρος και ένιωθε την απουσία του σεξ από τη ζωή του πολύ έντονα ήθελε απελπισμένα να κάνει έρωτα. Που όμως να κάνει όταν ήταν
μακρυά από τα μέρει του από τους φίλους του από τις γνωριμίες του, εκεί που
υπηρετούσε μόνο βουνά και λαγκάδια υπήρχαν άντε και καμιά γριά πουτάνα
στο χωριό.
Όμως ήθελε απελπιστικά να βρεθεί στα μονοπάτια του Έρωτα να νιώσει λίγο
καλύτερα. Άδεια δεν μπορούσε να πάρει αλλα θα έπαιρνε το ρίσκο να ζητήσει άδεια και αν αποτύχαινε τουλάχιστον θα είχε προσπαθήσει.
Η ώρα είχε περάσει η νύχτα είχε μπει για τα καλά οι πολλές σκέψεις τον είχαν
νυστάξει αποφάσισε να πάει στο θάλαμο για ύπνο και πρωί πρωί να έβγαινε στην
αναφορά του λόχου και να ζητήσει λίγη άδεια από την κανονική του, έπεσε στο
κρεβάτι του και όλη τη νύχτα στριφογύριζε σαν το χέλι έξω από το νερό, τελικά
τον πήρε ο ύπνος κοντά στις πέντε το πρωί σε μιση ώρα θα σήμανε εγερτήριο.
Σηκώθηκε πλύθηκε έφτιαξε το κρεβάτι του φάκελο και είχε αποφασίσει να βγει στην αναφορά του λόχου για άδεια. Και ναι ο τι χαρά ο λοχαγός ήταν στα
καλύτερα του και του έδωσε άδεια επτά μέρες, από τώρα ονειρευόταν νύχτες
μαγικές και ονειρεμένες νύχτες γεμάτες έρωτα και αγάπη.
H πρώτη του δουλειά και τρέχοντας μάλιστα ήταν να φτιάξει τα πράματα του και
αμέσως στο αεροδρόμιο που απείχε περίπου πενήντα χιλιόμετρα από εκεί που ήταν
το στρατόπεδο, ήξερε ότι δε θα έβρισκε εισιτήριο αλλα δεν είχε να χάσει και τίποτα,
αν δεν έβρισκε θα έπαιρνε το τρένο και μια χαρά όλα.
συνεχιζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου