Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Ξαφνικός Έρωτας 1)

Τον έλεγαν Μιλτιάδη, για τους φίλους ο Μίλτος, το καλό παιδί, που μέσα του όμως έκρυβε τόσα πολλά. Σαραντάρης ώριμος, με καλή δουλειά που είχε σχέση με τους υπολογιστές και το διαδίκτυο.

Ο Μιλτιάδης ήταν παντρεμένος, είχε φτιάξει μια υπέροχη οικογένεια, είχε δυο παιδιά, μια καλή και όμορφη γυναίκα. Η ζωή τους κυλούσε μια χαρά αλλά όχι εντυπωσιακά, όπως θα ήθελε ο Μίλτος. Πάντα οι άνθρωποι θέλουν το καλύτερο και το καλύτερο συνήθως δεν έχει τέλος και οροφή. Ολα ήταν μια χαρά μέχρι που εμφανίστηκε εκείνη η μοιραία και μυστηριώδης γυναίκα στη ζωή του.


Ηταν ένα πρωινό από εκείνα, που ο Μίλτος πνιγμένος στα χαρτιά και στον υπολογιστή του, προσπαθούσε να μαζέψει τα ασυμμάζευτα και να τελειώσει τις δουλειές που είχαν μαζευτεί στο γραφείο του με τον ένα φάκελο στοιβαγμένο πάνω στον άλλο. Κάποια στιγμή ένιωσε ότι πνιγόταν και είπε να χαλαρώσει να σκεφτεί και να βάλει τις δουλειές που είχε σε προτεραιότητα, να οργανώσει λίγο το χάος στη δουλειά του. Αναψε ένα τσιγάρο, έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο, σήκωσε το τηλέφωνο και είπε στη γραμματέα του να του φτιάξει ένα φραπέ.


Η γραμματέας του είπε ότι είχε έρθει μια κυρία περίπου 30 χρόνον και ζητούσε να τον δει. Την ρώτησε για τί πρόκειται, και του απάντησε ότι τον θέλει για κάποια διαφημιστική καμπάνια στο Ιντερνετ.
Αυτό του έλειπε τώρα… Πάνω που πνιγόταν να προσθέσει και άλλη δουλειά… Ολο δουλειά, δουλειά, είχε βαρεθεί. Ηθελε κάτι να τον ταρακουνήσει, έναν έρωτα ας πούμε. Ναι, ένα μεγάλο, παθιασμένο έρωτα.
Είπε στη γραμματέα του να αφήσει την γυναίκα να περάσει και σε λίγο άκουσε την πόρτα να κτυπάει απαλά και διακριτικά. Πριν απαντήσει πρόσεξε τα κατακόκκινα νύχια που χτύπαγαν πάνω στο φτιαγμένο με αμμοβολή κρύσταλλο της πόρτας. Χαμένος στις σκέψεις του, απάντησε “Παρακαλώ”, ενώ την ίδια στιγμή κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτό που θα έβλεπε, θα του άρεσε πολύ Δεν είχε άδικο. Αυτό που αντίκρισε τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα, ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Μια πανέμορφη εντυπωσιακή γυναίκα, που σίγουρα δεν θα άφηνε κανένα άντρα ασυγκίνητο, αν και συνήθως οι εντυπωσιακές και όμορφες γυναίκες φοβίζουν τους άντρες που διστάζουν να δείξουν το ενδιαφέρον τους μη τυχόν και φάνε χυλόπιτα και θιχτεί ο εγωισμός τους.

Ομως η γυναίκα αυτή ήταν τόσο όμορφη και εντυπωσιακή που η πρώτη σκέψη που έκανε ο Μίλτος ήταν ότι αξίζει να έχεις μια γυναίκα τέτοια δίπλα σου, και αν είναι να φας τα μούτρα σου ας τα φας. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε αποφασίσει πριν καν τις μιλήσει, να προσπαθήσει να την κάνει δική του. Πήρε το πιο γλυκό του χαμόγελο και της είπε να κάτσει στο σαλονάκι που ήταν ακριβώς κολλητά στο γραφείο του και απέναντι του. Την κοίταζε και φοβόταν ότι θα χάσει τα λόγια του. Ούτε μια στιγμή δε σκέφτηκε ότι ήταν παντρεμένος, ότι είχε παιδιά. Το μόνο που ήθελε ήταν να την γνωρίσει καλύτερα. Η γυναίκα αυτή τον είχε συνεπάρει και δεν υπολόγιζε τίποτα εκείνη τη στιγμή.


Άρχισαν να μιλάνε. Της πρότεινε να την κεράσει κάτι και αυτή του ζήτησε ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι. Η συζήτηση ξεκίνησε και του εξήγησε πως είχε ένα εμπορικό κατάστημα σε καλή περιοχή, που όμως τελευταία δεν πήγαινε καλά και θα ήθελε να το διαφημίσει στο Ιντερνετ. Είχε ρωτήσει για την εταιρία του Μίλτου και της είχαν πει ότι είχε μεγάλες επιτυχίες στο χώρο της διαφήμισης.
Αυτή ήταν η πρώτη τους συζήτηση αλλά ακολούθησαν πολλές ακόμα συναντήσεις στο γραφείο. Κάθε φορά ο Μίλτος την ερωτευόταν ολοένα περισσότερο. Θέλεις η χάρη της και η ομορφιά της, θέλεις όλο αυτό το μυστήριο που έβγαζε, αυτή η γυναίκα είχε κάνει τον Μίλτο να χάσει όλη την ησυχία και την ηρεμία που είχε, έμπαινε σε ένα λούκι, το λούκι του παράνομου έρωτα και της απιστίας.

Κάποια μέρα πάλι στο γραφείο μιλώντας για δουλειές, της πρότεινε να βρεθούν κάπου έξω να τα πούνε καλύτερα και αυτή αντιπρότεινε το απόγευμα όταν θα έφευγε ο Μίλτος από το γραφείο να βρεθούν στο μαγαζί το δικό της για να έβλεπε και ο Μίλτος το χώρο και να πάρει μερικές φωτογραφίες για τη διαφήμιση που είχαν αποφασίσει τελικά να κάνουν. Ο Μίλτος ένιωσε ένα μούδιασμα στη καρδιά, η πρόταση της δεν του άρεσε σαν ιδέα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Είπε το ναι με βαριά καρδιά, κάτι τον φόβιζε ότι θα μπλέξει σε ένα κυκεώνα προβλημάτων, ήταν στο να πάει ή να βρει μια δικαιολογία και να το αποφύγει.
Εκείνο το βράδυ τέλειωσε τη δουλειά στις 9 το βράδυ, και αφού πήρε την γυναίκα του να της πει ότι θα βρεθεί με ένα πελάτη και οτι θα αργούσε, ξεκίνησε να πάει να βρει αυτή που του είχε αναστατώσει τις σκέψεις και τη ρουτίνα του. Τον περίμενε καθισμένη στο γραφείο της της και μόλις τον είδε σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Φορούσε ένα πανέμορφο κολλητό φόρεμα που αναδείκνυε όλες τις καμπύλες του κορμιού της.


Ο Μίλτος ένιωσε την καρδιά του να χορεύει στους ρυθμός του έρωτα και του πόθου. Τον πλησίασε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στην άκρη των χειλιών του, και πριν προλάβει να τραβήξει τα χείλη της από τα δικά του, το φιλί μετατράπηκε σε ένα παθιασμένο ερωτικό φιλί που έκανε και τους δυό τους να νιώσουν ανατριχίλες σε όλο τους το είναι. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές αριστερά και δεξιά, ξαφνικά βρέθηκαν στο δοκιμαστήριο να πετούν τα ρούχα τους εδώ και εκεί και παθιασμένοι όπως ήταν, να κάνουν έρωτα στο πάτωμα χωρίς να μπορούν να πνίξουν τα βογκητά τους και το ερωτικό τους πάθος.
Έμειναν μαζί πολύ ώρα και τελικά μόνο για δουλειά και διαφήμιση δεν μίλησαν. Ομως κάποια στιγμή η ώρα είχε πάει 12 και ο Μίλτος έπρεπε να φύγει. Σηκώθηκε και άρχιζε να μαζεύει τα ρούχα του που ήταν πεταμένα εδώ και εκεί, ενώ ήδη άρχισε να νιώθει τύψεις για την απιστία του.


Η επόμενη μέρα για τον Μίλτο ήταν διαφορετική, οι εικόνες του φλογισμένου έρωτα τους τριγυρνούσαν διαρκώς στο νου του και ανυπόμονα περίμενε να ακούσει το κινητό του να κτυπά. Μάταια όμως, ούτε μήνυμα, ούτε κλήση, ούτε καν αναπάντητη με απόκρυψη ή χωρίς. Οι μέρες κύλησαν χωρίς ίχνος ζωής από την γυναίκα που τον αναστάτωσε.
Κάποιο πρωινό μετά από δέκα μέρες άκουσε τον ήχο του μηνύματος. Του έγραφε “θα σε περιμένω στις 9, στο μαγαζί, έλα και δε θα χάσεις”. Παρόλο που ένιωσε ότι τον χρησιμοποιεί, θα πήγαινε ξανά γιατί του ήταν αδύνατο να αντισταθεί στον έρωτα της.


Συναντήθηκαν δύο τρείς φορές ακόμα στο μαγαζί στα κλεφτά και από εκεί και πέρα η συμπεριφορά της άλλαξε. Μια ήταν ζεστή, μια κρύα, μια τρυφερή την άλλη δεν ανεχόταν τιποτα. Κάποιες φορες απαιτούσε χρήματα δώρα και αποκλειστικότητα και ο Μίλτος άρχισε να τραβάει λεφτά από την εταιρία για να ικανοποιεί της ορέξεις της. Ωστόσο αυτή ζητούσε όλο και περισσότερα μέχρι που ο Μίλτος άρχισε να έχει σοβαρό πρόβλημα. Οι υποχρεώσεις τρέχαν, στερούσε λεφτά από την οικογένεια του για να παρέχει τα πάντα στη γκόμενα, μέχρι που κάποια στιγμή έμεινε κυριολεκτικά άφραγκος. Εχασε την εταιρία και έμεινε στο δρόμο χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα. Οταν τα έμαθε η γυναίκα του μάζεψε τα πράγματα της, πήρε τα παιδιά και έφυγε από το σπίτι. Τουλάχιστον του είχε μείνει το σπίτι.

Χωρίς δουλειά, γυναίκα, οικογένεια, μόνος και απελπισμένος ο Μίλτος, μόνο μια σκέψη είχε στο μυαλό του: την εκδίκηση. Ομως η εκδίκηση του δεν θα στρέφονταν σε αυτήν που τον κατέστρεψε, αλλά σε άλλες γυναίκες...... συνέχεια η ΕΚΔΊΚΗΣΗ
http://fotis-eros.blogspot.com/2009/08/blog-post_05.html


1 σχόλιο:

Basilis4 είπε...

Κατά τα άλλα..εμείς είμαστε το "ισχυρό φύλο"..Κούνια που μας κούναγε..Όπως λέει και το τραγούδι..Όταν μια γυναίκα θέλει..ολα τα μπορεί..!