Στο μυαλό του είχε ήδη γεννηθεί μια σατανική ιδέα, ήξερε ότι στο διαδίκτυο υπήρχαν πολλά κανάλια επικοινωνίας, μόνος πια στο σπίτι μετά τη φυγή της γυναίκας του τα βράδια του ήταν ανυπόφορα, άρχισε λοιπόν τα ταξίδια στο διαδίκτυο και στα λεγόμενα chat rooms.
Θα δήλωνε όμορφος, πλούσιος, γυμνασμένος, και θα προσπαθούσε να περάσει μια εικόνα του εαυτού του όχι όπως ήταν, αλλά όπως θέλει μια γυναίκα ένα άντρα. Αρχισε να μιλάει λοιπόν και προσπαθούσε να μαντέψει τι είναι αυτό που ψάχνει η συνομιλήτρια του.
Τις περισσότερες φορές άλλαζε συνομιλήτρια γιατί η κουβέντα πήγαινε όπου δεν ήθελε ο Μίλτος να πάει. Πάντα όμως όλο και κάποια πονεμένη ψυχή έβρισκε για να κάνει της νύχτας τα ταξίδια, να βγάλει τα απωθημένα του, και το κυριότερο, δεν ξέχναγε τη σατανική ιδέα του να εκδικηθεί την γυναίκα που τον κατέστρεψε. Ο Μίλτος σκέφτονταν όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, που όταν πληγωθούν γίνονται εγωιστές και κακοί και θέλουν να ανταποδώσουν το κακό, να πληγώσουν και αυτοί με τη σειρά τους.
Ήξερε να χειρίζεται το λόγο πολύ καλά, με όποια μίλαγε είχε τον τρόπο να πάρει αυτό που ήθελε. Είχε τον τρόπο να της μιλάει τόσο όμορφα που γρήγορα η κάθε μια που έπιανε κουβέντα μαζί της, τον ερωτεύονταν με αυτά που της έγραφε. Αλλωστε στα chat rooms όλοι είναι ευάλωτοι και οι περισσότεροι χωμένοι εκεί μετά από ένα αποτυχημένο έρωτα, ψάχνοντας να ξαναβρούν τον έρωτα. Εξάλλου τα chat rooms στο internet είναι η Πόρσε των φτωχών: χωρίς να έχεις Πόρσε δηλώνεις ότι έχεις, και γενικά οι περισσότεροι δηλώνουν αυτό που δεν είναι.
Σε διάστημα τριών μηνών, νυχτοπερπατώντας στο διαδίκτυο, είχε είδη κάνει αρκετές γνωριμίες και είχε κάνει πολλές γυναίκες να τον ερωτευθούν. Με πολλές από αυτές που μίλαγε είχαν ανταλλάξει και τηλέφωνα και μιλαγαν συχνά, όμως με καμία ακόμα δεν είχε αρχίσει να βγαίνει.
Μέχρι που ένα βράδυ αποφασίζει να βγει με κάποια από τις πολλές που μίλαγε, αυτή που είχε την εντύπωση ότι ήταν είδη πάρα πολύ ερωτευμένη μαζί του. Κανόνισαν να βρεθούν την επόμενη μέρα σε ένα μπαράκι κάπου στο κέντρο, είχαν ανταλλάξει και φωτογραφίες οπότε μόλις την έβλεπε θα την γνώριζε αμέσως. Πράγματι κάποια στιγμή την είδε από μακριά να έρχεται, την γνώρισε αμέσως από τις φωτογραφίες που του είχε στείλει και από την κάμερα στο msn. Πλησίασε και η ομορφιά της έγινε αισθητή, κάθισε δίπλα του, της άρεσε πολύ και γύρισε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα σαρκώδη χείλη του.
Δεν κάθισαν καθόλου στο μπαράκι, το απαλό φιλί της είχε ξυπνήσει το ερωτικό πάθος και των δυο. Αποφάσισαν ότι ήθελαν να κάνουν έρωτα, να μπερδευτούν τα κορμιά τους και οι ανάσες τους μαζί με τα βογκητά τους, να τραγουδήσουν για τον έρωτα. Βρέθηκαν στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου να καταλαγιάσουν το πάθος τους. Τρεις ώρες χωρίς σταματημό, με τα βογγητά τους να γεμίζουν από άκρη σε άκρη το μικρό δωμάτιο. Ηταν υπέροχα και για τους δυο, όμως ο Μίλτος δεν ήθελε να δεθεί μαζί της, δεν θα την έβλεπε ξανά, αλλά ούτε και θα της το έλεγε ότι δεν θα την ξαναδεί. Θα την παραμύθιαζε μέχρι να βαρεθεί και να τον παρατήσει. Καθώς έφευγε έβγαλε από το σακάκι του ένα φτηνό κουτάκι με μια κορδέλα δικιά του, της το έδωσε και της είπε να το ανοίξει. Οταν το άνοιξε είδε ένα μενταγιόν με ένα μισοφέγγαρο, της άρεσε και του είπε ότι θα το φοράει για πάντα.
Την επόμενη μέρα ο Μίλτος εξαφανίστηκε, ούτε στα μηνύματα της απαντούσε ούτε στα mail της. Μετά από δέκα μέρες της έγραψε ένα μήνυμα ότι ήταν επαρχία για δουλειές και ότι θα γύρναγε σε έξι μήνες. Η γυναίκα τον είχε ερωτευτεί τόσο πολύ που του έλεγε να πάει να τον βρει, ο Μίλτος όμως ανένδοτος, συνέχιζε της νύχτας τα ταξίδια κάθε φορά και με άλλη, ήθελε να πάει με όσες περισσότερες μπορούσε, να κάνει έρωτα με πολλές αλλά μόνο μια φορά με την κάθε μια, ποτέ δεύτερη.
Με όσες τελικά κατάφερε να πάει, που δεν ήταν και λίγες, μετά που έκαναν έρωτα τον έπαιρναν τηλέφωνο και σχεδόν τον παρακαλούσαν να τον έχουν διπλα τους η να τον ξαναέβλεπαν έστω για τελευταία φορα. Ωστόσο ο Μίλτος ακολουθώντας πιστά το σχέδιο του, χάριζε σε όλες το ίδιο μενταγιόν μισοφέγγαρο και σε όλες άφηνε την ελπίδα ότι θα τον ξαναδούν. Αυτό μέχρι που η κατάσταση έγινε ανυπόφορη για τον Μίλτο, κάθε πέντε λεπτά όλο και κάποια τον έψαχνε, το σχέδιο του έφτανε στο τέλος του, είχε καταφέρει να τον ερωτευτούν τόσο πολύ αρκετές γυναίκες, ίσως περισσότερο από όσο είχε ερωτευτεί ο ίδιος την γυναίκα ΠΟΥ ήταν και η καταστροφή του.
Η κατάσταση είχε ξεφύγει πια από τα χερια του Μίλτου και έπρεπε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό το παιχνίδι. Πριν όμως χαθεί θα έβαζε σε εφαρμογή και το τελευταίο μέρος του σχεδίου: Θα έδινε ραντεβού σε όλες μαζί στο μπαράκι που τις συναντούσε. Αρχισε λοιπόν να τις παίρνει τηλέφωνο όλες και να κλείνει ραντεβού με καθεμιά τους, μάλιστα ζήτησε από όλες να φοράνε το μενταγιόν που τους είχε χαρίσει, το μισοφέγγαρο. Φυσικά αυτός δε θα πήγαινε εκεί αλλά από κάπου μακριά θα παρακολουθούσε τι θα επακολουθούσε.
Όντως τη μέρα του ραντεβού οι γυναίκες του Μίλτου μαζεύτηκαν όλες μαζί στην καφετέρια, φορώντας όλες το ίδιο μενταγιόν και κοιτάζοντας η μια την άλλη με απορία. Ο Μίλτος είχε πάρει την εκδίκηση του, δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού, ούτε καν από μακριά όπως ήθελε, χάθηκε από παντού και ποτέ καμία δεν μπόρεσε να τον ξαναβρεί, λες και άνοιξε η γης και τον κατάπιε.
Είχε παίξει με τις ψυχές κάποιων γυναικών, ότι χειρότερο μπορούσε να κάνει, χωρίς αυτές να φταίνε σε τίποτα. Το μόνο λάθος τους ήταν ότι ερωτεύτηκαν ένα άντρα και πλήρωσαν για τα απωθημένα του και τις λάθος επιλογές της ζωής του.
Θα δήλωνε όμορφος, πλούσιος, γυμνασμένος, και θα προσπαθούσε να περάσει μια εικόνα του εαυτού του όχι όπως ήταν, αλλά όπως θέλει μια γυναίκα ένα άντρα. Αρχισε να μιλάει λοιπόν και προσπαθούσε να μαντέψει τι είναι αυτό που ψάχνει η συνομιλήτρια του.
Τις περισσότερες φορές άλλαζε συνομιλήτρια γιατί η κουβέντα πήγαινε όπου δεν ήθελε ο Μίλτος να πάει. Πάντα όμως όλο και κάποια πονεμένη ψυχή έβρισκε για να κάνει της νύχτας τα ταξίδια, να βγάλει τα απωθημένα του, και το κυριότερο, δεν ξέχναγε τη σατανική ιδέα του να εκδικηθεί την γυναίκα που τον κατέστρεψε. Ο Μίλτος σκέφτονταν όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, που όταν πληγωθούν γίνονται εγωιστές και κακοί και θέλουν να ανταποδώσουν το κακό, να πληγώσουν και αυτοί με τη σειρά τους.
Ήξερε να χειρίζεται το λόγο πολύ καλά, με όποια μίλαγε είχε τον τρόπο να πάρει αυτό που ήθελε. Είχε τον τρόπο να της μιλάει τόσο όμορφα που γρήγορα η κάθε μια που έπιανε κουβέντα μαζί της, τον ερωτεύονταν με αυτά που της έγραφε. Αλλωστε στα chat rooms όλοι είναι ευάλωτοι και οι περισσότεροι χωμένοι εκεί μετά από ένα αποτυχημένο έρωτα, ψάχνοντας να ξαναβρούν τον έρωτα. Εξάλλου τα chat rooms στο internet είναι η Πόρσε των φτωχών: χωρίς να έχεις Πόρσε δηλώνεις ότι έχεις, και γενικά οι περισσότεροι δηλώνουν αυτό που δεν είναι.
Σε διάστημα τριών μηνών, νυχτοπερπατώντας στο διαδίκτυο, είχε είδη κάνει αρκετές γνωριμίες και είχε κάνει πολλές γυναίκες να τον ερωτευθούν. Με πολλές από αυτές που μίλαγε είχαν ανταλλάξει και τηλέφωνα και μιλαγαν συχνά, όμως με καμία ακόμα δεν είχε αρχίσει να βγαίνει.
Μέχρι που ένα βράδυ αποφασίζει να βγει με κάποια από τις πολλές που μίλαγε, αυτή που είχε την εντύπωση ότι ήταν είδη πάρα πολύ ερωτευμένη μαζί του. Κανόνισαν να βρεθούν την επόμενη μέρα σε ένα μπαράκι κάπου στο κέντρο, είχαν ανταλλάξει και φωτογραφίες οπότε μόλις την έβλεπε θα την γνώριζε αμέσως. Πράγματι κάποια στιγμή την είδε από μακριά να έρχεται, την γνώρισε αμέσως από τις φωτογραφίες που του είχε στείλει και από την κάμερα στο msn. Πλησίασε και η ομορφιά της έγινε αισθητή, κάθισε δίπλα του, της άρεσε πολύ και γύρισε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα σαρκώδη χείλη του.
Δεν κάθισαν καθόλου στο μπαράκι, το απαλό φιλί της είχε ξυπνήσει το ερωτικό πάθος και των δυο. Αποφάσισαν ότι ήθελαν να κάνουν έρωτα, να μπερδευτούν τα κορμιά τους και οι ανάσες τους μαζί με τα βογκητά τους, να τραγουδήσουν για τον έρωτα. Βρέθηκαν στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου να καταλαγιάσουν το πάθος τους. Τρεις ώρες χωρίς σταματημό, με τα βογγητά τους να γεμίζουν από άκρη σε άκρη το μικρό δωμάτιο. Ηταν υπέροχα και για τους δυο, όμως ο Μίλτος δεν ήθελε να δεθεί μαζί της, δεν θα την έβλεπε ξανά, αλλά ούτε και θα της το έλεγε ότι δεν θα την ξαναδεί. Θα την παραμύθιαζε μέχρι να βαρεθεί και να τον παρατήσει. Καθώς έφευγε έβγαλε από το σακάκι του ένα φτηνό κουτάκι με μια κορδέλα δικιά του, της το έδωσε και της είπε να το ανοίξει. Οταν το άνοιξε είδε ένα μενταγιόν με ένα μισοφέγγαρο, της άρεσε και του είπε ότι θα το φοράει για πάντα.
Την επόμενη μέρα ο Μίλτος εξαφανίστηκε, ούτε στα μηνύματα της απαντούσε ούτε στα mail της. Μετά από δέκα μέρες της έγραψε ένα μήνυμα ότι ήταν επαρχία για δουλειές και ότι θα γύρναγε σε έξι μήνες. Η γυναίκα τον είχε ερωτευτεί τόσο πολύ που του έλεγε να πάει να τον βρει, ο Μίλτος όμως ανένδοτος, συνέχιζε της νύχτας τα ταξίδια κάθε φορά και με άλλη, ήθελε να πάει με όσες περισσότερες μπορούσε, να κάνει έρωτα με πολλές αλλά μόνο μια φορά με την κάθε μια, ποτέ δεύτερη.
Με όσες τελικά κατάφερε να πάει, που δεν ήταν και λίγες, μετά που έκαναν έρωτα τον έπαιρναν τηλέφωνο και σχεδόν τον παρακαλούσαν να τον έχουν διπλα τους η να τον ξαναέβλεπαν έστω για τελευταία φορα. Ωστόσο ο Μίλτος ακολουθώντας πιστά το σχέδιο του, χάριζε σε όλες το ίδιο μενταγιόν μισοφέγγαρο και σε όλες άφηνε την ελπίδα ότι θα τον ξαναδούν. Αυτό μέχρι που η κατάσταση έγινε ανυπόφορη για τον Μίλτο, κάθε πέντε λεπτά όλο και κάποια τον έψαχνε, το σχέδιο του έφτανε στο τέλος του, είχε καταφέρει να τον ερωτευτούν τόσο πολύ αρκετές γυναίκες, ίσως περισσότερο από όσο είχε ερωτευτεί ο ίδιος την γυναίκα ΠΟΥ ήταν και η καταστροφή του.
Η κατάσταση είχε ξεφύγει πια από τα χερια του Μίλτου και έπρεπε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό το παιχνίδι. Πριν όμως χαθεί θα έβαζε σε εφαρμογή και το τελευταίο μέρος του σχεδίου: Θα έδινε ραντεβού σε όλες μαζί στο μπαράκι που τις συναντούσε. Αρχισε λοιπόν να τις παίρνει τηλέφωνο όλες και να κλείνει ραντεβού με καθεμιά τους, μάλιστα ζήτησε από όλες να φοράνε το μενταγιόν που τους είχε χαρίσει, το μισοφέγγαρο. Φυσικά αυτός δε θα πήγαινε εκεί αλλά από κάπου μακριά θα παρακολουθούσε τι θα επακολουθούσε.
Όντως τη μέρα του ραντεβού οι γυναίκες του Μίλτου μαζεύτηκαν όλες μαζί στην καφετέρια, φορώντας όλες το ίδιο μενταγιόν και κοιτάζοντας η μια την άλλη με απορία. Ο Μίλτος είχε πάρει την εκδίκηση του, δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού, ούτε καν από μακριά όπως ήθελε, χάθηκε από παντού και ποτέ καμία δεν μπόρεσε να τον ξαναβρεί, λες και άνοιξε η γης και τον κατάπιε.
Είχε παίξει με τις ψυχές κάποιων γυναικών, ότι χειρότερο μπορούσε να κάνει, χωρίς αυτές να φταίνε σε τίποτα. Το μόνο λάθος τους ήταν ότι ερωτεύτηκαν ένα άντρα και πλήρωσαν για τα απωθημένα του και τις λάθος επιλογές της ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου